Tuesday, December 8, 2009

σ κ ο υ π ι δ ο τ ε ν ε κ έ ς


Μαδρίτη, Σάββατο 30 Μαΐου 2009


Ζέστη ξερή, χωρίς υγρασία. Κάτι που μαρτυρά ότι η θάλασσα βρίσκεται μακριά. Κατέβηκες για μια βόλτα στο κέντρο, να πάρεις κάτι από το Fnac και να πας στον Diego. Κουρασμένη από τις χθεσινές καταχρήσεις, μ' ένα κεφάλι καζάνι. Βγαίνεις Grán Vía. Σκέφτεσαι: 'ο αμερικάνικος δρόμος της πόλης'. Προχωράς, μπαίνεις στο Fnac, παίρνεις δυο DVD και φεύγεις. Περπατάς ανέμελη χαζεύοντας. Βλέπεις έναν παππού. Ωραίος, ψιλο-κοντός, με μουστάκι. Σου θυμίζει τον παππού σου. Σκέφτεσαι: 'ωραία φάση να άραζα μαζί του και να μου έλεγε ιστορίες από την παλιά Ισπανία'. Τον κοιτάζεις, είναι χαμογελαστός, είσαι σχεδόν έτοιμη να τον αγκαλιάσεις. Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να μιλά με κάποιον, φαίνεται να τον γνωρίζει. Γυρνάς να δεις. Έκπληξη. Ένα τραβέλι, 1,80 ψηλό, με πλάτες ψιλο-κολυμβητικές. Μελαχρινό και βαμμένο. Τα παίζεις. Βλέπεις τον παππού σου να μιλάει μ' ένα τραβέλι. Δεν το περίμενες. Σκέφτεσαι: 'θα γνωρίζονται από καιρό'. Συχνάζουν βλέπεις στην ίδια περιοχή. Στο κέντρο της πόλης. “Εκεί που όλα μπορούν να συμβούν”. Προσπερνάς σοκαρισμένη. Τα βάζεις με τον εαυτό σου και μ' αυτό το κύμα συντηρητισμού που σε χτύπησε. Θες να σταματήσεις τη ροή τον σκέψεων αλλά δεν μπορείς. Φαντάζεσαι τον παππού να περνάει διάφορα βράδια ακολασίας με το τραβέλι. Σε στάσεις οριζόντιες και κάθετες σ' ένα κρεβάτι. Σε πιάνει κάτι, αλλά εντάξει, 'μην γίνουμε και μαλάκες'. Άλλο παππούς στο χωριό και άλλο παππούς στην πόλη. Σκας χαμογελάκι και σκέφτεσαι: 'Α, ρε παππού μπουρδελιάρη'. Και προχωράς.
Plaza de la Luna. Πλατεία παλιά, γνωστή για τα junkια της. Πλην όμως αναμορφωμένη, με μία essence μοντερνισμού. Δηλαδή τσιμέντου και μαλακίας, χωρίς μισό δεντράκι. Διασχίζεις και κοιτάζεις.
Βλέπεις ευπαρουσίαστη μαμά, ψηλή, Ισπανίδα, παίζει με το μωράκι της που μόλις έμαθε να περπατάει. 'Αχ, το γλυκό μου', σκέφτεσαι, 'κοίτα τι χαρές κάνει'. 'Μάλλον θα μένουν κάπου εδώ κοντά, και τι να κάνει, το έβγαλε να παίξει λίγο έξω από το σπίτι'. Pleno centro που λένε και οι Ισπανοί. Το μικρό τρέχει πέρα δώθε και πέφτει πάνω στη μάνα του με χαρά. Απομακρύνεται λίγο και γυρνά απότομα. Σταματά και κοιτάζει με περίεργο ύφος δυο τύπους. Λιωμένοι οι τύποι στο παγκάκι, μ' ένα κουτάκι μπύρα στο χέρι, ψιλο-μεθυσμένοι και χωρίς δόντια. Το μωρό τους κοιτάζει με απορία. Η μαμά ανησυχεί λίγο, του φωνάζει, κι αυτό επιστρέφει με χαρά πάλι. Επικαλείσαι τα θεία. 'Χριστέ μου', σκέφτεσαι, 'που ζούμε;' Ψυχραιμία, ψυχραιμία. 'Μα είναι δυνατόν να μεγαλώνουμε έτσι τα παιδιά μας;'. Ψυχραιμία. 'Στο κάτω κάτω έτσι αποκτά το παιδάκι και μια αίσθηση της πραγματικότητας, δεν μεγαλώνει σε αποστειρωμένο περιβάλλον'. Σωστό.
Προχωράς λίγο, μπαίνεις δεξιά στην calle de desengaño. 'Την έχει κάνει και τραγούδι ο Manu Chao', σκέφτεσαι. Διάσπαρτες πουτάνες, οι περισσότερες μεγάλες σε ηλικία, παρκαρισμένες πάνω σε κάτι καφάσια, να αερίζονται με τις βεντάλιες και να κάνουν τς, τς σε κάθε περαστικό. Κοιτάζεις φάτσες. Σκέφτεσαι τι να έχουν περάσει αυτές οι τύπισσες στη ζωή τους. 'Γαμήσια, ναρκωτικά, ποτά και τσαμπουκάδες'. Σ' έχει πιάσει το στομάχι σου, αλλά σκέφτεσαι: 'Η ζωή χωρίς λογοκρισία. Εδώ βρίσκεις τη ζωή ξεγυμνωμένη, χωρίς φτιασιδώματα. Δεν μπορείς να ζεις στο κουτάκι σου και να φαντάζεσαι πως η ζωή είναι αλλιώς. Καλό είναι που βγαίνουμε από τη σαπουνόφουσκά μας'. Συνεχίζεις, στρίβεις αριστερά στη Loreto y Chicote, μπαίνεις στο σπίτι του Diego. Πας
ν' ανέβεις τις σκάλες αλλά κάτι σε πιάνει και κάθεσαι για λίγο στα σκαλιά. Σου 'ρχονται στο μυαλό εικόνες από ρωμαϊκά όργια και μια αίσθηση ξεπεσμού και παρακμής. Αρχίζεις να σκέφτεσαι όλες τις εποχές παρακμής που γνωρίζεις. Μεσαίωνες και μεσοπολέμους. 'Τι 'ναι εκείνο που συνδέει αυτές τις εποχές;'. Δεν απαντάς. Δεν ξέρεις ακριβώς. Σκέφτεσαι πάλι τα junkια, τον παππού τον μπουρδελιάρη, τις πουτάνες. Και μωράκια, πολλά μωράκια να τρέχουν δίπλα τους. Μωράκια που μεγαλώνουν μαζί τους. Λες 'τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή. Μπορεί έτσι να βγούμε πιο δυνατοί, να γίνουμε σαν τις κατσαρίδες'. Παίρνεις ανάσα κι αρχίζεις να ανεβαίνεις τις σκάλες.


Αθήνα, Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Γύρισες. Το ξεπέρασες το σοκ. Εντάξει δεν τρέχει και τίποτα. Κι εσύ στην Αθήνα μεγάλωσες. Δεν έπαθες και κάτι. Περπατάς βραδάκι στην Αλεξάνδρας. Η αποπνικτική ζέστη σπάει λίγο από τα δέντρα στο Πεδίο του Άρεως. Τσεκάρεις ελαφρά γύρω με μια αίσθηση φόβου που δεν ξέρεις από που προέρχεται. Σκέφτεσαι: 'γαμημένα δελτία ειδήσεων, μας έχετε φοβίσει'. Προχωράς. Ακούς ρώσικα. Τσιμπάς λίγο. Γυρίζεις. Ρώσος ράπερ. Τσιτώνεις λίγο από τη φάτσα γυμνασμένου μαφιόζου με ξυρισμένο κεφάλι. Αλλά ΟΚ. Χαμογελάς. 'Επιτέλους', σκέφτεσαι, 'Athens multicultural'. Συνεχίζεις. Κοιτάς λίγο αριστερά, δυο τύποι κάθονται σε σκαμπό στην είσοδο της πολυκατοικίας και χαζεύουν την κίνηση στην Αλεξάνδρας. 'Τι φάση είναι αυτή;', σκέφτεσαι. Βέβαια το χαζεύειν είναι ωραίο, το κάνεις και 'συ στις πλατείες. Προχωράς χωρίς να το πολυσκέφτεσαι. Αλλά η απορία παραμένει.
Φτάνεις Αγίου Μελετίου και κατεβαίνεις. Η θερμοκρασία έχει ανέβει. Τα δέντρα είναι μακριά. Περνάς την Αχαρνών, η ώρα είναι γύρω στις 11 το βράδυ. Δεξιά άλλος ένας αράζει έξω από την πολυκατοικία, κι αριστερά κι άλλος, και παρακάτω κι άλλος. Σκέφτεσαι: 'Κάτι τρέχει εδώ πέρα, το φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις'. Θυμάσαι πως ήταν όλοι μελαχρινοί, μετανάστες. Ονειροπολείς. Φαντάζεσαι χώρες μακρινές, το Μπαγκλαντές και το Πακιστάν. Γυναίκες με πολύχρωμα φορέματα και μαντίλια. Ωραία. Σκέφτεσαι: 'Τι κάνουν αυτοί εδώ;'. Απαντάς 'Μάλλον εκεί που ήταν, θα 'ταν χειρότερα. Μπορεί να ζούσαν μες τη λάσπη και να έβρισκαν με το ζόρι κάθε μέρα φαγητό.' Γάμησέτα. Πού να ξέρεις τι γίνεται εκεί κάτω. Μόνο να φανταστείς μπορείς. Συνεχίζεις να κατεβαίνεις, αλλά δεν ξεχνάς. Βλέπεις κι άλλον. Θέλεις να τον ρωτήσεις τι κάνει ακριβώς αλλά κωλώνεις. Σκέψου, σκέψου. Και προσπαθείς να μπεις στη θέση του. Δεν μπορείς, αλλά φαντάζεσαι. 'Μάλλον τώρα αυτός εδώ τη βγάζει τσίμα τσίμα. Μπορεί να γαμιέται στη δουλειά. Να ξυπνάει στις 6 το πρωί και να γυρίζει στις 7 το απόγευμα. Και που θα μένει; Προφανώς μένει στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Χωρίς μπαλκόνι. Και ίσως μαζί με αρκετούς άλλους.' Σκέφτεσαι πώς ζεις εσύ και σε πιάνουν τύψεις. Τι να κάνεις; Το ξεπερνάς. Και τότε σου έρχεται: 'Μα βέβαια. Οι τύποι πεθαίνουν, ασφυκτιούν στο υπόγειο. Έχει ζέστη και είναι κλειστοφοβικά. Τι να κάνουν; Βγήκαν απάνω, άραξαν έξω απ' την είσοδο που 'χει δροσιά, να πάρουν λίγο αέρα. Να 'χουν και λίγο θέα. Έστω και την Αγίου Μελετίου'.
Συνεχίζεις. Φτάνεις σπίτι σου. Παίρνεις το ασανσέρ. Βιενέζικο του 1956. Ανεβαίνεις. Ρετιρέ. Αποτραβηγμένο σαν να λέμε. Των γονιών σου, αλλά ρετιρέ. Με μεγάλο μπαλκόνι. Σκέφτεσαι: 'Αποτραβηχτήκαμε...Αλλά από τι;' Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Κοιτάζεις. Φωτάκια και κεραίες παντού. Και τσιμέντο, πολύ τσιμέντο. Η ασχήμια της Αθήνας έχει αρχίσει και σ' αρέσει. Πώς σ' αρέσει όμως; Αισθητικά. Και κυρίως όταν πέφτει το βράδυ. Σκέφτεσαι: 'Πού ζούμε;'. Και σού 'ρχονται στο μυαλό όλα. Ο μπουρδελιάρης παππούς, οι πουτάνες και τα junkια στις πλατείες, οι μετανάστες στις εισόδους των πολυκατοικιών. Λες: 'Όλοι ίδιοι είμαστε. Τι Ισπανία, τι Ελλάδα. Όλοι ζούμε εδώ. Σε μια μεγαλούπολη. Οι διαφορές είναι ελάχιστες.' Σου 'ρχονται στο μυαλό τα παιδάκια που παίζουν στις τσιμεντένιες πλατείες και ο εαυτός σου να περπατάει στους δρόμους. Θυμάσαι πώς μεγάλωσες και συ στην Κυψέλη.



Και σκέφτεσαι:
'Μας έχουν πετάξει όλους σ' ένα σκουπιδοτενεκέ.
Είμαστε όλοι μέσα.
Και οι αποτραβηγμένοι μέσα είναι,
κι ας μην το βλέπουν.

Γινόμαστε όλοι σαν τις κατσαρίδες.
Αρχίζουμε να μοιάζουμε στο ζώο-βασιλιά της μεγαλούπολης.
Survivors.

Γινόμαστε όλοι σαν τις κατσαρίδες.
Όταν η ζέστη γίνεται αφόρητη, βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο
για μια ανάσα και λίγο θέα ουρανού.'

1 comment:

Unknown said...

Η αιώνια επιστροφή του ίδιου